- φιτύω
- Α [φῑτυ]1. φυτεύω, σπέρνω2. φέρνω στη ζωή, δημιουργώ («ὅστις δ' ἀνωφέλητα φιτύει τέκνα», Σοφ.)3. μεσ. φιτύομαι(για γυναίκα) γεννώ, τίκτω («Ἠὼς... Κεφάλῳ φιτύσατο υἱόν», Ησίοδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιτύω — φῑτύ̱ω , φιτύω sow pres subj act 1st sg φῑτύ̱ω , φιτύω sow pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιτύσω — φῑτύ̱σω , φιτύω sow aor subj act 1st sg φῑτύ̱σω , φιτύω sow fut ind act 1st sg φῑτύ̱σω , φιτύω sow aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιτυσάντων — φῑτῡσάντων , φιτύω sow aor part act masc/neut gen pl φῑτῡσάντων , φιτύω sow aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιτύει — φῑτύ̱ει , φιτύω sow pres ind mp 2nd sg φῑτύ̱ει , φιτύω sow pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιτύσεαι — φῑτύ̱σεαι , φιτύω sow aor subj mid 2nd sg (epic) φῑτύ̱σεαι , φιτύω sow fut ind mid 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιτύσεται — φῑτύ̱σεται , φιτύω sow aor subj mid 3rd sg (epic) φῑτύ̱σεται , φιτύω sow fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίτυμα — ύματος, τὸ, Α [φιτύω] 1. κλαδί, βλαστάρι 2. μτφ. τέκνο, παιδί («μητροκτόνον φίτυμα, ποινάτωρ πατρός», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
φίτυς — ίτυος, ὁ, Α γονέας, πατέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. φιτύω] … Dictionary of Greek
φιτῦσαι — φῑτῦσαι , φιτύω sow aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιτύειν — φῑτύ̱ειν , φιτύω sow pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)